Ο ΟΨΙΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΩΘΚΕΙΟΝ ΤΟΥ ΠΥΡΚΟΥ

Τα Ζώθκια στην Κυπριακή λαλιά, είναι τα στοιχειά και τα ξωτικά που κυκλοφορούν στον κόσμο τις νύχτες και μέσα στα σκοτεινά ερημικά μέρη και λιβάδια, όταν οι άνθρωποι κοιμούνται και δεν μπορούν να τα δουν.
Η λαϊκή παράδοση τα θέλει ως στοιχειακά πνεύματα που τριγυρίζουν τις νύχτες και όπου βρουν άνθρωπο να κοιμάται στο ύπαιθρο, κάθονται πάνω στο στήθος του και τον πλακώνουν. Είναι στοιχειά πηγαδιών, γιοφυριών, λιμνών, ρεματιών, και θαλασσών.  Είναι φίδια θανατερά,  θηρία που βγαίνουν από τη θάλασσα και δράκοι που κατοικούν σε λάκκους και φωτιστικά. Τα σώματα τους είναι άϋλα ή σκιές, αλλά κάποτε έχουν σάρκα και οστά.
Στον επερχόμενο θάνατο ένα στοιχειό του νερού είναι προάγγελος θανάτου και προειδοποιεί τους ανθρώπους με το μοιρολόι του μέσα στη νύχτα. Άλλες φορές, από πριν, πλένει τα ρούχα εκείνων που πρόκειται να πεθάνουν σε απόμερα σημεία ποταμών. Σε τόπους που δεν υπάρχουν λίμνες και ποταμοί, τα Ζώθκια κατοικούν μέσα σε πηγάδια και βγαίνουν τις νύχτες και παίρνουν τα ρούχα των ανθρώπων από τις κρεμάλες και τα κουβαλούν μέσα στους λάκκους που κατοικούν για να τα πλύνουν, προαναγγέλλοντας έτσι τον επερχόμενο θάνατο τους. Λέγεται ότι είναι κάτοχοι μιας γνώσης σύμφωνα με την οποία τίποτα στον κόσμο δεν πεθαίνει, αλλά όλα εξελίσσονται και ανανεώνονται για πάντα. Λέγεται ακόμα ότι ζουν μια παράλληλη ζωή σε σχέση με τους ανθρώπους. Γενιούνται, μεγαλώνουν, γερνούν, ασχολούνται με διάφορες εργασίες, συνήθως έχουν καλοσύνη, αλλά κάποτε έχουν κακία.
Συχνά συνδέονται με φώτα και λάμψεις, φωτιές και φλόγες μυστηριακές, που περαστικοί τις βλέπουν τη νύχτα στην ύπαιθρο.

Στη Χλώρακα λέγεται πως τα παλιά χρόνια ένα κακό Ζώθκιο στοίχειωνε τα χωράφια, κυρίως όσα ποτίζονταν και ήταν βρεγμένα και λασπωμένα από νερό. Ήταν ένα κακό στοιχειό που πείραζε και έκλεβε τους αφελείς γεωργούς όταν ξενυχτούσαν τις νύχτες και πότιζαν τα χωράφια τους. Γι αυτό το λόγο οι γεωργοί όταν τις νύχτες είχαν σειρά να πάρουν νερό από τις βρύσες που ήταν δημόσιες και να ποτίσουν τα χωράφια τους, δεν ξεπόρτιζαν μόνοι τους, αλλα παρέα με κάποιον δικό τους. Ακόμα και τις πολύ πρωινές ώρες, απέφευγαν να περνούν από τόπους που είχε ζώθκεια.
Το νερό που πότιζαν τα χωράφια στη Χλώρακα ήταν πάντα λιγοστό. Έσκαβαν στα χωράφια λάκκους, αλλά δεν εύρισκαν αρκετό, έτσι όσο τρεξιμιό υπήρχε από πηγές, το εκμεταλλεύονταν με ευλάβεια και με σειρά. Το διοχέτευαν μέσα σε λίμνες και κάθε λίγες ώρες το διαμοιράζονταν και πότιζαν τα χωράφια τους.
Ο Γιώρκος Όψιμος ένας συμπαθης και γραφικός χωρικός, ήταν βοσκός και γεωργός ταυτόχρονα, κάτι που πολύ συνηθιζόταν τις παλιές εποχές. Το σπίτι του ήταν πάνω στο χωριό, ενώ το χωράφι του κάτω από το χωριό, και πολύ ταχτικά πριν ο ήλιος ανατείλει, κινούσε να πάει να ποτίσει.
Μια μέρα που είχε σειρά να ποτίσει, σηκώθηκε ξημέρωμα, καβαλίκεψε τον γάιδαρο του να πάει στο χωράφι του. Λογάριαζε να ποτίσει, και ύστερα να σσιηνιάσει τα βόδια και να βοσκήσει τις αίγιες.
Έπιασε το στενό στρατί που περνουσε από το Αγίασμα του Αρχέγγελου Μιχαήλ και τη βρύση του Πύρκου, τόποι που λέγανε ότι κατοικούσαν Ζώθκια, και που οι αγράμματοι χωρικοί απέφευγαν ή δυνατόν. Ήταν ένα συντόμι που οδηγούσε στο χωράφι του, και δεν ήθελε να περπατήσει περισσότερο δρόμο. Εξ άλλου, ο ίδιος ισχυριζόταν πώς δεν φοβόταν τα ξωτικά, και περίπαιζε τους άλλους που πίστευαν σ αυτά τα παραμύθια.
Ενώ προχωρούσε λοιπόν καβαλικεμένος πάνω στο γαϊδούρι, άκουσε περπατησιές να τον ακολουθούν. Σκέφτηκε πως θάταν κάποιος χωριανός που βγήκε έξω νωρίς, να πάει στη δουλειά του. Σταμάτησε και γύρισε να δεί, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπε. Όμως ταυτόχρονα, σταμάτησαν οι πατημασιές να ακούγονται. Σκέφτηκε πως θα του φάνηκε, έτσι γύρισε μπροστά και λάκτισε με τις φτέρνες το γαιδαρο να ξεκινήσει. Ξεκίνησε ο γάιδαρος, ξεκίνησαν πίσω του και οι περπατησιές. Σταμάτησε να κοιτάξει, σταμάτησαν κι αυτές. Άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο νους του πήγε στα ζώθκεια, αλλά διατηρώντας τη ψυχραιμία του υπέβαλε στον εαυτό του ότι δεν υπάρχουν τέτοια. Γι αυτό σταμάτησε και πάλιν να ελέγξει, αλλά μαζί σταμάτησαν και οι πατημασιές.
Ποιός νάταν τέτοια ώρα που τον παρακολουθούσε, σκέφτηκε και ο νους του ασυνήδειτα, πήγε στα Ζώθκια που κατοικούσαν σ αυτή την περιοχή κατά πως έλεγαν οι χωριανοί. Γέλασε με τη σκέψη του και το φόβο του, σκέφτηκε ότι τον γελούσε η ιδέα του. Όσο και να προσπάθησε όμως να μείνει ψύχραιμος, η ανησυχία τον έπιασε και τον γέμισε φόβο.
Το νου του κυρίευσαν οι δεισιδαιμονικές ιστορίες που άκουγε από μικρός. Προσπάθησε να πειστεί ότι δεν τον ακολουθούσαν ξωτικά, όμως ήταν φανερό πλέον πως ένα στοιχειό τον ακολουθούσε.
Σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό του όσα γνώριζε για τα ξωτικά. Είχε ακούσει πως ήταν ανεράδες, στοιχειά και Λάμιες, πώς ήταν παράξενες υπαρξιακές μορφές που οι μύθοι και οι παραδόσεις έλεγαν ότι ζουν κάτω από τη γή μέσα σε σπηλιές και λαγούμια, και ότι έρχονται τις νύχτες στον πάνω κόσμο από υπόγεια ποτάμια νερού που αναβλύζουν στην επιφάνεια του εδάφους, καθώς και από πηγάδια ή φωτιστικά με νερό. Γι αυτό τις νύχτες οι άνθρωποι αποφεύγουν να περνούν από τόπους καταραμένους στους οποίους λέγουν ότι κατοικούν. Τώρα το μετάνιωσε που δεν πίστεψε, που δεν πήγε από άλλο δρόμο.
Όμως ήταν γενναίος, και με σφιγμένη την καρδιά μετά την αρχική του τρομάρα, κατέστρωσε ένα σχέδιο πώς να σκοτώσει το στοιχειό. Γνωρίζοντας καλά την περιοχή, συνέχισε το δρόμο του με τις περπατησιές να τον ακολουθούν. Λίγο πιο πέρα ο δρόμος έστριβε απότομα και σχημάτιζε ορθή γωνία. Ένας ψηλός τοίχος από ξερόλιθους ήταν κτισμένος στη μια πλευρά, ψηλότερος από το μπόι του. Εκεί λοιπόν άρπαξε μια μεγάλη πέτρα, και κρύφτηκε περιμένοντας. Η πέτρα ήταν ένα αιχμηρό αγκωνάρι, που με αυτήν θα σκότωνε το θεριό.
Μόλις είδε μια σκιά να ξεχωρίζει εμπρός του μέσα στο σκοτάδι, σήκωσε την πέτρα ψηλά και με όση δύναμη είχε, χτύπησε ανελέητα μια και δυο και τρεις φορές. Με ένα ξεψυχισμένο  μουγκρητό, η σκιά σωριάστηκε κάτω.
Ο Γιώρκος ο Όψιμος ανακουφισμένος και ευχαριστημένος, άφησε το ψοφισμένο ον να κείται στο χώμα, και συνέχισε το δρόμο του. Θα τέλειωνε νωρίς το πότισμα, και θα άφηνε τις άλλες εργασίες για αργότερα. Θα πήγαινε πρωτίστως στον καφενέ και θα έλεγε στους χωριανούς το κατόρθωμα του, και θα τους οδηγούσε στη σκηνή του παλιώματος για να το αποδείξει, καθώς ήταν σίγουρος πως δεν θα τον πίστευαν.
Μπήκε μες τον καφενέ, και καμαρωτός κάθισε σε ένα τραπέζι και παράγγειλε τον καφέ του. Περίμενε να μαζευτούν αρκετοί θαμώνες, και ύστερα άρχισε τη διήγηση του. Διανθίζοντας την με επιδεξιότητα και προσθέτοντας όσα ακόμα ο ίδιος ήθελε για να φανεί πόσο γενναίος ήταν, έκαμε τους χωριανούς να τον κοιτάζουν σαστισμένοι μη ξέροντας τι να πιστέψουν.
Τα έλεγε τόσο καλά και πιστικά, που αποφάσισαν όλοι να πάνε μαζί του να δουν το σκοτωμένο Ζώθκιο, και ύστερα να τον πιστέψουν.
Μα ξάφνου μέσα στο καφενείο μπήκε τρεχτή και αλαφιασμένη η γριά Ερωφίλλη. Αναστατωμένη και τρομαγμένη φώναζε πως κάποιος τρελός σκότωσε το μικρό πουλάρι της. Πως το βρήκε σκοτωμένο χτυπημένο με μια μεγάλη πέτρα που ήταν πλάι του αιματοβαμμένη, κάτω στη βρύση του Πύρκου...

Βαριά βουβαμάρα έπεσε στη στιγμή. Όλοι έμειναν άναυδοι καταλαβαίνοντας τη μεγάλη γκάφα του Γιώρκου του Όψιμου. Και ο ίδιος νιώθοντας μεγάλη προσβολή, ήθελε να ανοίξει το πάτωμα να τον καταπιεί. Με σκυφτό κεφάλι έφυγε από το καφενείο σκυθρωπός και ντροπιασμένος, και από το ρεζιλίκι του, δεν ξαναπήγε στο καφενείο για όλη την υπόλοιπη του ζωή.