Ο Αντωνής ήταν ένας απλός και καλοκάγαθος,
υπομονετικός και πονόψυχος γεωργός που αγωνίστηκε σκληρά με τη γη βοηθώντας τη
μάνα του και τον κόσμο γύρω του, και υστερότερα την πολυμελή οικογένεια που
έκαμε όταν παντρεύτηκε μια καλή χωριανή του, που μέσα στα χωράφια όταν ο ήλιος τον χτυπούσε
κατακούτελα στα πυκνά μαλιά και στο τετράγωνο πρόσωπο, φάνταζε μοναχός σαν
βαθιά ριζωμένος στύλος μέσα στον κάμπο.
Σας διηγούμαι αυτή την ιστορία για τη μάνα
του, που μου την διηγήθηκε ο ίδιος μια μέρα σαν τις πολλές που σχεδόν
καθημερινά καθόμασταν στο καφενείο του Κωστή και συνομιλούσαμε με τις ώρες.
Ήταν γέρος πλέον όταν ανακάλυψα τις απεριόριστες γνώσεις που κατείχε, αυτός
ένας αγράμματος χωρικός που ίσως με δυσκολία πήγε λίγες τάξεις στο δημοτικό.
Του άρεσε να διαβάζει από μικρός, είχε διαβάσει ότι βιβλία και περιοδικά
εκείνους τους καιρούς πριν ξεθωριάσει το φως του μπόρεσε να βρεί, και με το
μεγάλο του μνημονικό ήξερε πολλά πράγματα που τα θυμόταν με απόλυτη διαύγεια.
Του άρεσε να μιλά για τις αρχαίες δοξασίες, τα ήθη, τα έθιμα, και τις προλήψεις
που γεννήθηκαν μέσα από το πέρασμα των χρόνων. Για τις παραδόσεις και τις
σημερινές δοξασίες στις οποίες πιστεύουν οι άνθρωποι πότε βάσιμα και πότε όχι,
κάποιες που ίσως φοβίζουν, που όλες όμως δείχνουν τον τρόπο με τον οποίον οι
απλοί άνθρωποι αντικρίζουν και εξηγούν τα διάφορα παράξενα φαινόμενα.
Από αυτόν έμαθα πολλά για τις συμπεριφορές
των παλιών κατοίκων, καθώς και για τον τρόπο που διαβιούσαν, την πίστη τους και
τα ιδανικά τους τα οποία και μετέφερα μέσα στα διάφορα διηγήματα μου που
δημοσιεύτηκαν σε διάφορες εφημερίδες περιοδικά και βιβλία.
Θυμάται ο Αντωνής τ΄ Αλέξανδρου που τούλεγε
η μάνα του μια ιστορία, ότι από τη ρεματιά που βρισκόταν κάτω δίπλα στην αυλή
τους, υπήρχε αερικό. Δηλαδή υπήρχε πέρασμα φαντασμάτων και ανεράδων που έζησαν
σε παλαιότερες ή παράλληλες εποχές.
Τα περασμάτα αερικών είναι συγκεκριμένες
περιοχές όπου συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Βουή αέρα ακουγόταν χωρίς να
κουνιέται φύλο, ενώ ο αέρας πολλές φορές έφερνε φωνές ή γέλια. Ήταν συνήθως
ρεματιές που κατέληγαν στη θάλασσα ή σε μεγάλους κάμπους που κατά τη διάρκεια
της βουής όσα ζώα βρίσκονταν εκεί έσκαγαν και πέθαιναν.
Από τα αερικά περάσματα διάβαιναν ακόμα
ξωτικά ανθρωπάκια όπως τα αγγελάκια, που όταν παρεξηγούνταν από τις κακές
συμπεριφορές των ανθρώπων, γίνονταν κακά και σκανδαλιάρικα. Περνούσαν ακόμα
θηλυκά πνεύματα των βουνών, των λόφων και των ποταμιών που λάτρευαν το χρώμα
του αέρα και ήταν αόρατα αερικά όλου του κόσμου.
Σε τέτοια μέρη, οι αρχαίοι άφηναν τα
άρρωστα μωρά χωρίς ελπίδα ζωής, να πεθάνουν, γι αυτό τα μέρη αυτά δεν έπρεπε να
κατοικούνται.
Τέτοια μέρη ήταν γνωστά στους κατοίκους,
και έτσι απέφευγαν να ζουν οι ίδιοι ή να αφήνουν τα ζώα τους, ειδικά τις
νύχτες.
Ήταν λοιπόν η ρεματιά των «Μήλων» στη
γειτονιά του πατρικού σπιτιού του Αντωνή τ’ Αλέξανδρου ένα πέρασμα αερικών, που
βρισκόταν στα ριζά του υψώματος της αυλής του, λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα. Ήταν
εκεί που γκρεμίστηκε από μια τρεμιθιά παλιότερα ο Γιαννάτσιης ένας άλλος
χωριανός που πέθανε από το πέσιμο, που το αίμα του πότισε τη γη, και οι
χωριανοί έλεγαν ότι το γέμα του κογκούσε.
Μια ζοφερή γεμάτη υγρασία μέρα κάποιου
καλοκαιριού, η Φκωνού ήταν στο σπίτι μοναχή. Ο γιος της έλειπε έξω στα χωράφια
που πήγε να ποτίσει, ενώ αυτή έβαλε την μαείρισσα στη νηστιά έξω στην αυλή για
να μαγειρέψει. Ήταν καλή μαγείρενα, και η άχνη του μαγειρεμένου φαγητού που
άρχισε να ψήνεται, στριφογυρνούσε στην ατμόσφαιρα παρασυρμένη από το απαλό
αεράκι, μια ωραία μυρωδιά που έσπαγε μύτες.
-Ίσως ήταν αυτή η ωραία μυρωδιά, σκέφτηκε
ύστερα, που τράβηξε τα αερικά από το πέρασμα κάτω στη ρεματιά και τα οδήγησε ώς
το σπίτι της-
Ξαφνικά μέσα στην απόλυτη υσηχία που
επικρατούσε άκουσε φωνές και γέλια, μουσική να παίζει και ήχο από άλογα που
έσερναν κάρα, να έρχεται από κάτω στον γκρεμμό. Φαντάστηκε ότι ήταν κάποιο
καραβάνι από γανοματζήδες που περνούσε από το μονοπάτι δίπλα στο
«Καμαρούι», την κάτω βρύση του χωριού που οδηγούσε στην πόλη της Πάφου. Έτρεξε
στην άκρη της αυλής να δει το καραβάνι, ήθελε να τους γνέψει ότι είχε ατζιά
(μαγειρικά σκεύη) για γάνωμα. Ο θόρυβος όλο πλησίαζε, αλλά δεν έβλεπε κίνηση
στην κάτω στράτα, οπότε κατάλαβε πως δεν ερχόταν από εκεί, αλλά από τα σπαρμένα
χωράφια στα πλευρικά της ρεματιάς που ήταν λίγα μέτρα μακρύτερα από την αυλή
της..
Έβαλε το χέρι αντήλιο και είδε τρομαγμένη
τα στάχια των κριθαριών να λυγίζουν και ένιωσε μια αύρα να περνά στον αέρα
δίπλα της σαν σκιές ανθρώπων άυλων που περνούσαν γρήγορα από μπροστά της και
άκουγε τις φωνές τους, τις ομιλίες τους, και τα γέλια τους, άκουγε ακόμα
ήχους από άλογα που έσερναν κάρα, μα δεν έβλεπε τίποτα.
Κατάλαβε ότι ήταν αερικά φαντάσματα
ανθρώπων παλαιοτέρων ή παράλληλων εποχών που περνώντας από τη ρεματιά
κάτω από το σπίτι της, ξεστράτισαν και πέρασαν από την αυλή της. Είχε
ξανακούσει γι αυτά, δεν πίστευε πως υπήρχαν, αλλά εκείνη τη στιγμή που τα είδε,
ασυναίσθητα έκαμε ότι έπρεπε να κάμει, έκαμε τον σταυρό της και παρακάλεσε την
Παναγία να ανοίξει το πέρασμα, να περάσουν και να φύγουν γρήγορα τα αερικά.
Έτσι έγινε, τα αερικά έφυγαν, χάθηκαν, όπως να μην πέρασαν.
Στα χρόνια που πέρασαν, όποτε η Φκωνού
ενόσω ήταν εν ζωή θυμόταν το παράξενο γεγονός, ανατρίχιαζε και την έπιανε το
ίδιο δέος όπως τότε. Κάθε φορά όμως παρακαλούσε την Παναγία, και αμέσως οι
σκέψεις της ημέρευαν.